μάπα

μάπα
η
(λ. λατ.)
1. το λάχανο, η κράμβη.
2. το πρόσωπο.
3. φρ., «Τον φάγαμε στη μάπα», ανεχτήκαμε κάποιον ανεπιθύμητο.
4. αντικείμενο ευτελές, κατώτερης ποιότητας.
5. η σφουγγαρίστρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • κραμπολάχανο — το το λάχανο, αλλ. μάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + λάχανο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί] …   Dictionary of Greek

  • μάπας — ο [μάπα] αφελής, ανόητος, βλάκας …   Dictionary of Greek

  • μάππα — μάππα, ἡ (ΑM) βλ. μάπα …   Dictionary of Greek

  • μαππάριος — μαππάριος, ὁ (ΑM, Α και μαμπάριος) [μάπα] ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ο οποίος έδινε το σημείο έναρξης τών αγώνων, υψώνοντας τη μάππα, δηλαδή τεμάχιο λευκού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • μάπας — ο (λ. λατ.) (ειρων.), βλάκας, ανόητος, χαζός: Δεν μπορώ να συζητήσω με αυτόν το μάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”